- προσπαραδείκνυμι
- Αδείχνω δηλώνω σε κάποιον ότι ένα αντικείμενο ανήκει σε εμένα («ὄ προσπαρέδιξα τοῡ ὑποχρέου μου ἥμισυ μέρος οἰκίας», πάπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + παραδείκνυμι «παρουσιάζω, υποδηλώνω, υποδεικνύω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.